- τρικόχλιο
- το, Νσυσκευή για την κατακορύφωση ή οριζοντίωση γεωδαιτικών και άλλων επιπέδων ή εργαλείων, η οποία φέρει τρεις κοχλίες για τη ρύθμιση τής κατάλληλης κλίσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + κοχλίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.